φαινόκλινο

φαινόκλινο
το, Ν
οικολ. όρος που αναφέρεται στη σειρά διαβάθμισης ενός φαινοτύπου στα πλαίσια τής γεωγραφικής κατανομής ενός είδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenocline].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”